εφυπνώττω

εφυπνώττω
ἐφυπνώττω (Α)
κοιμάμαι πάνω σε κάτι, έχω κάτι κάτω από το προσκέφαλό μου («τοῑς Ὁμήρου ποιήμασιν ἐφυπνώττειν», Ιουλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ὑπνώττω (< ὕπνος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”